- αντεπαναστατικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται με αντεπάνασταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντεπαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεπαναστατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αντεπανάσταση ή τους αντεπαναστάτες: Κατηγορήθηκε για αντεπαναστατικές ενέργειες και παύθηκε από όλα τα αξιώματα που είχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)